Όλα ξεκινούν από τα τέλη του του 1800 όταν Ιάπωνες μετανάστες άρχισαν να φτάνουν στο Περού κουβαλώντας ως κληρονομιά τις λεπτές μαγειρικές τους δεξιότητες. Όμως 15.000 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο τους ήταν αδύνατο να βρουν τα συστατικά που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν στις συνταγές τους.
Ήταν υποχρεωμένοι λοιπόν να προσαρμόσουν τη μαγειρική τους τέχνη στα προϊόντα που βρήκαν στο Περού, η γη του οποίου δεν τους απογοήτευσε αφού είναι από τις πιο πλούσιες σε παραγωγή προϊόντων όπως τις πολυάριθμες ποικιλίες πιπεριάς, πατάτας και καλαμποκιού, το shoyu (είδος σόγιας), το miso (πάστα σόγιας) αλλά και πλούσια ποικιλία ψαριών.
Αυτός ο συνδυασμός ιαπωνικών τεχνικών μαγειρικής με νέα συστατικά από το Περού γέννησε μια νέα κουζίνα, γνωστή ως «Nikkei» που προέρχεται από το «Nikkeijin», όρος που περιγράφει τους Ιάπωνες και τους απόγονούς τους.
Τον όρο Nikkei επινόησε ο Περουβιανός ποιητής Rodolfo Hinostroza τη δεκαετία του ’80 και πολύ σύντομα καθιερώθηκε ως μέρος της τοπικής γαστρονομίας. Πολύ σπουδαίο ρόλο στη διάδοση της κουζίνας Nikkei, αλλά και γενικότερα στην προώθηση του πλούτου της περουβιανής γαστρονομίας έπαιξε από τα μέσα της δεκαετίας του 90 ο κορυφαίος σεφ του Περού Gaston Acurio, ο οποίος αντιμετωπίζεται από τους συμπατριώτες του περίπου ως ήρωας, κάτι απόλυτα κατανοητό αφού χάρη στις προσπάθειές του η κουζίνα του Περού θεωρείται σήμερα η νούμερο ένα ανερχόμενη κουζίνα στον κόσμο.